Χημεία τροφίμων - Βιταμίνη K
Βιταμίνη K
Δομὴ καὶ γενικὲς ἰδιότητες
Ἡ βιταμίνη K ἀποτελεῖται ἀπὸ μία ὁμάδα ναφθοκινονῶν ποὺ μπορεῖ νὰ φέρουν ἢ νὰ μὴ φέρουν μία τερπενοειδῆ πλευρικὴ ἁλυσῖδα στὴν θέση 3. Ἡ μὴ ὑποκατεστημένη μορφὴ τῆς βιταμίνης K εἶναι ἡ μεναδιόνη (βιταμίνη K3), ἡ ὁποία ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ὡς συνθετικὴ μορφὴ τῆς βιταμίνης καὶ χρησιμοποιεῖται στὰ συμπληρώματα βιταμινῶν καὶ στὸν ἐμπλουτισμὸ τῶν τροφίμων. Ἡ φυλλοκινόνη (βιταμίνη K1) εἶναι προϊὸν φυτικῆς προέλευσης. Οἱ μενακινόνες (βιταμίνη K2) μὲ διάφορα μήκη ἁλυσίδας εἶναι προϊόντα βακτηριακῆς σύνθεσης, κυρίως ἀπὸ τὴν ἐντερικὴ μικροχλωρίδα. Οἱ φυλλοκινόνες ὑπάρχουν σὲ σχετικῶς μεγάλες ποσότητες σὲ φυλλώδη λαχανικά, ὅπως: σπανάκι, λαχανίδα, κουνουπίδι καὶ λάχανο· εἶναι παροῦσες, ἀλλὰ λιγώτερο ἄφθονες, σὲ τομάτες καὶ ὡρισμένα φυτικὰ ἔλαια. Ἡ ἀνεπάρκεια βιταμίνης K εἶναι σπάνια σὲ ὑγιῆ ἄτομα λόγῳ τῆς ἐκτεταμένης παρουσίας φυλλοκινονῶν στὴν διατροφὴ καὶ ἐπειδὴ οἱ μικροβιακὲς μενακινόνες ἀπορροφῶνται ἀπὸ τὸ ἔντερο. Ἡ ἀνεπάρκεια τῆς βιταμίνης K συνήθως σχετίζεται μὲ σύνδρομα δυσαπορρόφησης ἢ τὴν χρήση ἀντιπηκτικῶν φαρμάκων. Ἂν καὶ ἔχῃ ἀναφερθῆ ὅτι ἡ χρήση ὡρισμένων ὑποκαταστάτων λιπαρῶν παρεμποδίζει τὴν ἀπορρόφηση τῆς βιταμίνης K, ἡ μέτρια πρόσληψη αὐτῶν τῶν ὑποκαταστάτων δὲν ἔχει σημαντικὴ ἐπίδραση στὴν χρησιμοποίηση τῆς βιταμίνης K. (Damodaran & Parkin, 2017).
Εἰκόνα. Δομὴ τῆς φυλλοκινόνης (βιταμίνη K1) καὶ τῆς μενακινόνης (βιταμίνη K2) καὶ τῆς μεναδιόνης (βιταμίνη K3). (Damodaran & Parkin, 2017).
Ἡ δομὴ τῆς κινόνης τῶν ἑνώσεων τῆς βιταμίνης K μπορεῖ νὰ ἀναχθῇ στὴν μορφὴ τῆς ὑδροκινόνης ἀπὸ ὡρισμένους ἀναγωγικοὺς παράγοντες, ἀλλὰ ἡ δραστικότητα τῆς βιταμίνης K διατηρεῖται. Μπορεῖ νὰ ἐμφανισθῇ φωτοχημικὴ ὑποβάθμιση, ὡστόσο ἡ βιταμίνη εἶναι σταθερὴ στὴν θέρμανση σὲ ἱκανοποιητικὸ βαθμό. (Damodaran & Parkin, 2017). Ἡ ὑδρογόνωση τῶν ἐλαίων προκαλεῖ μείωση τῆς δραστικότητας τῆς βιταμίνης K μὲ μετατροπὴ τῆς βιταμίνης K1 σὲ διυδρο-βιταμίνη K1 (Booth et al., 1996).
Ἀναλυτικὲς μέθοδοι
Οἱ φασματοφωτομετρικὲς καὶ χημικὲς μέθοδοι ποὺ βασίζονται στὴν μέτρηση τῶν ὀξιδοαναγωγικῶν ἰδιοτήτων τῆς βιταμίνης K δὲν ἔχουν τὴν ἀπαιτουμένη ἀκρίβεια γιὰ τὴν ἀνάλυση τροφίμων. Ὑπάρχουν διάφορες μέθοδοι “HPLC” (ὑγρὴ χρωματογραφία ὑψηλῆς πίεσης ἢ ἀπόδοσης) καὶ “LC-MS” (ὑγρὴ χρωματογραφία μὲ φασματομετρία μάζας) ποὺ παρέχουν ἱκανοποιητικὴ ἀκρίβεια καὶ ἐπιτρέπουν τὴν μέτρηση συγκεκριμένων μορφῶν τῆς βιταμίνης K. (Damodaran & Parkin, 2017).
Βιβλιογραφία
Booth S. L., Pennington J. A. T., Sadowski J. A., “Dihydro‐vitamin K1: primary food sources and estimated dietary intakes in the American diet”, Lipids, vol. 31, no. 7, pp. 715-720, 1996.
Damodaran S., Parkin K. L., “Fennema’s food chemistry”, CRC Press, Taylor & Francis Group, 5th edition, Boca Raton, 2017.