Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2022

Κωστῆς Παλαμᾶς - Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες

Εικόνα
    Γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες, ὅ,τι εἶστε, μὴ ξεχνᾶτε: δὲν εἶστε ἀπὸ τὰ χέρια σας μονάχα· ὄχι. Χρωστᾶτε καὶ σὲ ὅσους: ἦρθαν, πέρασαν, θἀρθοῦνε, θὰ περάσουν. Κριτὲς θὰ μᾶς δικάσουν: οἱ ἀγέννητοι, οἱ νεκροί.   Κόκκαλα πάτρια μέσα μας· θαφτά, ἱερά, μαζί μας· καὶ ὅπου σεισμοὶ μᾶς τίναξαν οἱ ἐφέστιοι πάντα θεοί μας. Πολῖτες ἂς τὴν χτίσουμε καὶ ὁπλῖτες ἐδῶ καὶ ὅλοι· τοῦ ὀνείρου ἐδῶ τὴν Πόλη μὲ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Ἡ λειτουργία δὲν τέλειωσε κομμένη· γιὰ τὸ τέρμα κι ἂν ξαναρχίσῃ, ἀτέλειωτη ξανὰ θὰ βρῇ τὸ γέρμα, γιὰ νὰ προσμένουμε ἄγρυπνοι στὴν νύχτα νὰ προβάλῃ τοῦ ὄρθρου τὸ γέλιο πάλι ποὺ προμηνάει τὸ φῶς.     ΠΗΓΗ Παλαμᾶς Κ., ἀνθολογία, δειλοὶ καὶ σκληροὶ στίχοι: «γνῶμες, καρδιές, ὅσοι Ἕλληνες... (1925)», ἐκδόσεις «Ἰ. Δ. Κολλάρος καὶ Σία Ἀ. Ἑ.», 10 η ἔκδοσις, βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθῆναι, 2009, σελ. 352-353.

Περικλῆς Γιαννόπουλος - Ἔκκλησις πρὸς τὸ πανελλήνιον κοινὸν

Εικόνα
       Εἶναι ἀνάξιον νὰ γίνηται λόγος περὶ τοῦ λεγεωνίτου, τοῦ προσπαθοῦντος νὰ μεταφράσῃ... πνεῦμα Ἑλληνικὸν καὶ πολιτισμόν. Ὁ φραγκόκοσμος λυσσῶν διότι ὁ Ἕλλην τοῦ ἐγάνωσε τὸ μυαλὸν ἀφ’ ὅτου ὑπάρχει, μισῶν ἐμᾶς ἕνεκα τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτικῶν λόγων καὶ τῆς ὑπεροχῆς μας τῆς Βυζαντινῆς, διότι ἦτο ἀναγκασμένος τὰ πάντα νὰ λάβῃ παρ’ ἡμῶν. Συναισθανόμενος τὴν κτηνωδίαν του ἀπέναντί μας καὶ ἀναγκασμένος νὰ εἶναι σὰν κάλφας ἐμπρός μας, μᾶς ἐμίσησε· μῖσος: βαθύτατον, ἀδιάλλακτον, ἀξερίζωτον· καὶ ἐπροσπάθησε: νὰ παίξῃ καὶ αὐτὸς τὸν διάδοχον τοῦ Ῥωμαίου, νὰ συνεχίσῃ τὴν Ῥωμαϊκὴν δῆθεν παράδοσιν· καὶ δι’ αὐτὸ ἐφούσκωσεν ὅσον ἠδυνήθη περισσότερον τὸν Ῥωμαῖον καὶ κατεβίβασεν ὅσον ἠδυνήθη ἐμᾶς.     Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι: ὅπως εἶναι ἀδύνατον νὰ νοηθῇ ἐξάπλωσις καὶ ἄνθησις καὶ ἐπικράτησις Χριστιανισμοῦ ἄνευ τῆς ὑπάρξεως τρισμεγίστου Πανανθισμένου Ἑλληνισμοῦ, ἄλλον τόσον εἶναι ἀδύνατον νὰ νοηθῇ ἐξάπλωσις Ῥώμης ἄνευ Κολοσσαιοτάτου Ἑλληνισμοῦ τελειότατα ὠργανισμένου. Διότι: ὅση εἶναι ἡ δύναμις το

Ἀχιλλεὺς Τζάρτζανος - Τὸ γλωσσικό μας πρόβλημα

Εικόνα
              Στὸ ἐρώτημα «ποιά γλῶσσα πρέπει νὰ ἐγκρίνωμεν καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ γράφωμεν οἱ νεοέλληνες: τὴν καθαρεύουσα ἢ τὴν δημοτική;», ὡς ἀπάντηση ἔχει τὴν θέσιν της νομίζω ἡ λαϊκὴ παροιμία ποὺ λέει πὼς ὅταν ρώτησαν μία φορὰ τὴν καμῆλα «τί προτιμᾷ: τὸν ἀνήφορο ἢ τὸν κατήφορο;», αὐτὴ ἀποκρίθηκε: «μὰ δὲν χάθηκε δὰ καὶ ὁ ἴσιος δρόμος».     Ἀνήφορος ἀπ’ τὄνα μέρος ἡ καθαρεύουσα καὶ ἀνήφορος μὲ πολὺ δύσκολη ἀναπνοὴ γιὰ τοὺς πολλούς. Κατήφορος ἀπ’ τἆλλο μέρος ἡ δημοτικὴ καὶ κατήφορος μὲ πολλὰ κατρακυλίσματα: ἡ καθαρὴ δημοτική, ἡ ἀμιγής, ἡ ὀρθόδοξη δημοτική. Θὰ ὑπάρχῃ βεβαίως κ’ ἐδῶ: κἄποιος ἴσιος δρόμος, κἄποιος μέσος δρόμος.     Πρὸς τὸ παρὸν ὁ μέσος αὐτὸς δρόμος δὲν εἶναι βεβαίως καὶ πολὺ εὐχάριστος γιὰ ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ τὸν βαδίσουν· εἶναι ἴσως καὶ λίγο ἐπικίνδυνος. Ὅπως ἔχουν πιασμένες τὶς δύο ἄκρες τὰ δύο ἀντίπαλα στρατόπεδα «καθαρευουσιᾶνοι καὶ δημοτικισταί», ἐκεῖνοι ποὺ τολμοῦν νὰ βαδίζουν τὸν μέσο δρόμο, δέχονται πετριὲς καὶ ἀπ’ τοὺς μὲν καὶ ἀπ’ τοὺς δέ. Μισομαλλιαροὶ γιὰ