Ἀνάργυρος Κουτσιλιέρης - Ἐπιστάσεις ἐπὶ τῆς φωνητικῆς καὶ μορφολογίας τοῦ Ταιναρίου ἰδιώματος

 

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΞΕΩΣ

«-ΑΚΟΣ»

 

    Εἰς τὰ ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῶν ἰδιωμάτων τῆς Μάνης ἀνήκει καὶ ἡ κατάληξις «-άκος». Περὶ τῆς καταλήξεως ταύτης διέλαβε κατ’ ἐπανάληψιν ὁ Χατζιδάκις, δεχθεὶς ζωηρὰς ἐπικρίσεις παρὰ τοῦ Μπούτουρα· ἐκ τῶν νεωτέρων δὲ γλωσσολόγων ὁ Δ. Γεωργακᾶς. Ὁ Χατζιδάκις ἐξέφρασε τὴν ἀντίληψιν ὅτι τὰ εἰς «-άκος» ὀνόματα δὲν δύνανται νὰ συνδέωνται γενετικῶς ἀμέσως πρὸς τὰ ὀνόματα εἰς «-άκιος», δεδομένου ὅτι πολλοὺς αἰῶνας πρότερον εἶχον συσταλῆ ταῦτα εἰς «-άκις». Διάφορον ἀντίληψιν ἐκφράζων ὁ Μπούτουρας· ἐθεώρησε τὴν κατάληξιν «-άκος» δημιούργημα τῆς ἐξελίξεως «-άκιος, -άκος»· εἰς τὴν κατάληξιν δὲ «-άκος» τῶν πατρωνυμικῶν ὀνομάτων δὲν παρετήρησε σκωπτικήν τινα σημασιολογικὴν ἀπόχρωσιν, ἥ τις παρατηρεῖται εἰς τὴν συνήθη ἐν τῇ κοινῇ κατάληξιν «-άκος». Ἡ σημειώσασα ἐν Μάνῃ ἰδιάζουσαν ἐπίδοσιν κατάληξις «-άκος» δὲν προδίδει βεβαίως σκωπτικήν τινα σημασιολογικὴν ἀπόχρωσιν· ὡς πρὸς τὴν προέλευσιν ὅμως αὐτῆς τὰ ἐκτεθέντα ὑπὸ τοῦ Μπούτουρα δὲν ἔχουσιν ὀρθῶς.

    Περὶ τῆς προελεύσεως τῶν εἰς «-άκος» πατρωνυμικῶν καὶ οἰκογενειακῶν ὀνομάτων ἐκ παλαιοτέρων εἰς «-άκις» καὶ περὶ τοῦ ὅτι ἡ κατάληξις τῶν ὀνομάτων τούτων προέρχεται ἐκ τῆς καταλήξεως «-άκις» καὶ οὐχὶ ἀπ’ εὐθείας ἐκ τῆς «-άκιος» δυνάμεθα νῦν νὰ εἴμεθα βέβαιοι. Διαφωτιστικὸν ἐπὶ τοῦ προκειμένου εἶναι τὸ ἡμερολόγιον τοῦ ἐκ Λαγίας ἰατροῦ Παπαδάκι, τὸ γραφὲν μεταξὺ τῶν ἐτῶν: 1715-1763. Τὰ ἐπώνυμα, ὑπὸ τὰ ὁποῖα φέρονται οἱ ὑπὸ τοῦ Παπαδάκι 700 νοσηλευθέντες, ἀνέρχονται εἰς τὸν ἀριθμὸν τῶν 350. Ἐκ τούτων 150 λήγουσιν εἰς διαφόρους καταλήξεις, 2 μόνον εἰς «-άκος», ἤτοι τὰ ὀνόματα «Πετριτάκος» (φύλλον 5) καὶ «Ψικάκος» (φύλλον 34), πάντα δὲ τὰ λοιπὰ λήγουσιν εἰς «-άκις».

    Ἡ ἐπικρατοῦσα δηλονότι κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 18ου αἰῶνος ἦτο ἡ κατάληξις «-άκις» ἐξελιχθεῖσα ἀκολούθως εἰς «-άκος». Περὶ τῆς ἐξελίξεως ταύτης τὸ ἡμερολόγιον τοῦ Παπαδάκι εἶναι ἀπολύτως διαφωτιστικόν. Εἰς τὸ ἡμερολόγιον τοῦτο ἀναγράφονται ὑπὸ τοῦ Παπαδάκι 200 οἰκογενειακὰ ὀνόματα λήγοντα εἰς «-άκις». Ἐκ τῶν ὀνομάτων τούτων διατηροῦνται νῦν 75 ἐμφανίζοντα τὴν ἀκόλουθον ἐξέλιξιν. Εἰς διαφόρους καταλήξεις ἐκτὸς τῆς «-άκος» ἐτράπησαν 7, διετήρησαν δὲ τὴν κατάληξιν «-άκις» 6, ἐκ δὲ τῶν ὑπολοίπων ἐλάχιστα ἀπαντῶσι νῦν εἰς ἄλλα μὲν χωρία μὲ τὴν κατάληξιν «-άκις», εἰς ἄλλα δὲ μὲ τὴν κατάληξιν «-άκος». Παράβαλε: «Γιαννουκάκις, Γρηγοράκις, Τζαννετάκις, Θοδωρακάκις», ἀλλὰ καὶ «Γιαννουκάκος, Γρηγοράκος, Τζαννετάκος, Θοδωρακάκος». Τὰ λοιπὰ 58 λήγουσι σήμερον εἰς «-άκος». Ἐξαντλητικὴ διερεύνησις ἀνὰ τὰ χωρία τῆς Μάνης δυνατὸν νὰ προσθέσῃ τι εἰς τοὺς ἀνωτέρω ἀριθμούς, θὰ παραμείνῃ ὅμως ἀναλλοίωτον τὸ συμπέρασμα ὅτι τὰ εἰς «-άκις» ἐπώνυμα τὰ διατηρηθέντα ἐν Μάνῃ παρουσιάζουσιν ἐξέλιξιν τῆς καταλήξεως «-άκις» εἰς «-άκος» κατὰ ποσοστὸν 75-80%.

    Ὅθεν ἐκ τῶν ἀναμφισβητήτων τούτων δεδομένων δυνάμεθα νὰ προβῶμεν ἀβιάστως εἰς τὰς ἑπομένας διαπιστώσεις:

• ἡ ἐν τῷ Ταιναρίῳ ἰδιώματι καὶ γενικώτερον ἡ παρατηρουμένη ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ Γυθείου ἀλλὰ καὶ Οἰτύλου κατάληξις «-άκος» προῆλθεν ἐκ τῆς «-άκις» καὶ οὐχὶ ἀπ’ εὐθείας ἐκ τῆς «-άκιος».

• ἡ ἐξέλιξις αὕτη εἶναι δημιούργημα τῶν τριῶν τελευταίων αἰώνων καὶ ἐντεῦθεν ἡ ἀπουσία τῆς καταλήξεως ἐκ τῶν παλαιοτέρων κειμένων.

Ὁρμηθεῖσα ἐκ τῶν εἰς «-άκις» ὀνομάτων ἡ κατάληξις «-άκος» κατέστη ἰδιάζουσα πατρωνυμικὴ κατάληξις ἐν τῇ περιοχῇ ἐκείνῃ δημιουργήσασα διὰ τοῦ χρόνου τὸ πλῆθος τῶν εἰς «-άκος» ἐπωνύμων.

    Ἡ κατάληξις προστίθεται πάντοτε εἰς τὸ θέμα τοῦ ὀνόματος καὶ κατὰ ταῦτα εἶναι ἐσφαλμένη ἡ γνώμη τοῦ ἀειμνήστου Κουκουλὲ φρονοῦντος (Ἀθηνᾶς 53, 213) ὅτι: ἐκ τοῦ «λέως» τούτου μετὰ τῆς ὑποκοριστικῆς καταλήξεως «-ᾶκος» καὶ τῆς Βυζαντινῆς ἐγένετο τὸ «Λεωσᾶκος» καὶ ἐκ τούτου τὸ Λακωνικὸν «Λεωτσᾶκος». Ἐκ τοῦ «λέως» οὐδέποτε θὰ προήρχετο τὸ «Λεωσάκος/Λεωτσάκος», ἀλλὰ τὸ «Λεάκος»· παράβαλε: «Δικαῖος/Δικαιάκος», «Κουτσιλαῖος/Κουτσιλαιάκος», «Κοτυλαῖος/Κοτυλαιάκος», «Παντελέος/Παντελεάκος» κ. ἄ. Κατὰ ταῦτα θὰ ἐγίνετο ἀναντιρρήτως: «Λέος/Λεάκος». Τὸ ἐν Μάνῃ ἐπώνυμον «Λεωτσάκος» ἢ ὡς ἐκεῖ ἀκριβῶς προφέρεται «Λεουτσάκος» προῆλθεν ἐκ τοῦ ὀνόματος «Λεούτσης»· ἐκ δὲ τοῦ μεγεθυντικοῦ «Λεούτσαρος» προῆλθε τὸ γνωστὸν ἐπ’ ἴσης ἐν Μάνῃ «Λεουτσαράκος».

    Περὶ τῆς ἐξελίξεως τῆς καταλήξεως «-άκις» εἰς «-άκος» ὁ Δ. Γεωργακᾶς διετύπωσε τὴν γνώμην ὅτι ἡ μετατροπὴ ὡρμήθη ἐκ τῆς ὀνομαστικῆς τοῦ πληθυντικοῦ καὶ κατὰ τὸ σχῆμα: «λάκκοι/λάκκος», «σάκκοι/σάκκος» ἐλέχθη καὶ «σταυράκιοι > σταυράκοι/σταυράκος». Ὁ Χατζιδάκις νομίζει ὅτι τὸ «-άκος» ἐκφράζει τάσιν πρὸς μεγέθυνσιν, ὡς δῆλα δὴ ἐσχηματίσθησαν τά: «σταμνὶ/στάμνος», «ῥαβδὶ/ῥάβδος» κ. λπ. Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὰ «Χριστάκις/Χριστάκος», «Πετράκις/Πετράκος» κ. λπ. Ἐπὶ τῶν ἑρμηνειῶν τούτων παρατηροῦμεν τὰ ἑξῆς: θὰ ἐδεχόμεθα τὴν πρώτην, ἐὰν τὰ οἰκογενειακὰ ἢ πατρωνυμικὰ εἰς «-άκις» ἢ «-άκος» ἐσχημάτιζον πληθυντικὸν εἰς «-άκοι», ἀλλὰ τοιοῦτόν τι δὲν συμβαίνει. Ἡ ὀνομαστικὴ τοῦ πληθυντικοῦ τῶν οἰκογενειακῶν ὀνομάτων πολὺ πρὸ τῶν χρόνων τῆς ἐξελίξεως τοῦ «-άκις» εἰς «-άκος» ἔληγεν εἰς «-ιᾶνοι», ὡς ἀκριβῶς λήγει καὶ σήμερον. Παράβαλε: «Μουρκάκις/Μουρκιᾶνοι», «Κωστάκις/Κωστακιᾶνοι», «Γιατράκις ἢ Γιατράκος/Γιατριᾶνοι», «Χριστάκος/Χριστιᾶνοι» κ. λπ.

    Διὰ νὰ δεχθῶμεν τὴν ἄποψιν τοῦ Χατζιδάκι, πρέπει, νομίζομεν, νὰ ἀποδειχθῇ ὅτι ἡ ὑποκοριστικὴ σημασία τῆς καταλήξεως «-άκις» τῶν οἰκογενειακῶν ἐν Μάνῃ ὀνομάτων διατηρουμένη μέχρι τοῦ 18ου αἰῶνος ἀπετρίβη κατόπιν. Διατηρηθεῖσα δῆλα δὴ ἡ ὑποκοριστικὴ σημασία κατὰ τὴν ἐξέλιξιν «-άκιος/-άκις» ἐνεφάνισε τάσιν πρὸς μεγέθυνσιν, ὅτε ἤδη ἡ κατάληξις «-άκις» διὰ τῶν πατρωνυμικῶν εἶχε δημιουργήσει τὸ μέγα πλῆθος τῶν οἰκογενειακῶν ὀνομάτων τῶν ληγόντων ἀπὸ μακροῦ εἰς «-άκις».

    Πρὶν ἢ ἀποδεχθῶμεν τὴν ἄποψιν ὅτι ἡ τροπὴ «-άκις/-άκος» δηλοῖ τάσιν πρὸς μεγέθυνσιν, θεωροῦμεν σκόπιμον νὰ παρατηρήσωμεν τὰ κάτωθι: αἱ κατ’ ἐξοχὴν μεγεθυντικαὶ καταλήξεις ἐν Μάνῃ εἶναι αἱ καταλήξεις «-ακας» καὶ «-αρος». Ἀμφότεραι αἱ καταλήξεις δύνανται νὰ προστεθῶσιν εἰς οἱονδήποτε ὄνομα πλὴν τῶν ληγόντων εἰς «-άκις», τὰ ὁποῖα δέχονται μόνον τὴν κατάληξιν «-αρος». Παράβαλε: «Ἀντώνης/Ἀντώνακας/Ἀντώναρος», «Βασίλης/Βασίλακας/Βασίλαρος», «Γιώργης/Γιώργακας/Γιώργαρος», «Γιάννης/Γιάννακας/Γιάνναρος», «Παναγιώτης/Παναγιώτακας/Παναγιώταρος» κ. λπ. , ἀλλὰ πάντοτε «Γιωργάκις/Γιωργάκαρος», «Δημητράκις/Δημητράκαρος», «Θοδωράκις/Θοδωράκαρος». Αἱ καταλήξεις αὗται προστιθέμεναι εἰς τὰ ὀνόματα προσθέτουσι γνώρισμα ἀτομικὸν καὶ οὺχὶ ὁμαδικὸν/οἰκογενειακόν, ἐξ ἀτομικῶν δὲ τοιούτων ὀνομάτων προῆλθον διὰ τῶν πατρωνυμικῶν τὰ ἐπώνυμα: «Γιωργάκις > Γιωργάκαρος, Γιωργακαράκος», «Δημητράκις > Δημητράκαρος, Δημητρακαράκος», ὡς καὶ τὰ «Κυριάκης > Κυριάκαρος, Κυριακαράκος», «Ἀντώνης > Ἀντώναρος, Ἀντωναράκος», «Γιάννης > Γιάνναρος, Γιανναράκος» κ. λπ.

    Εἰς τὸ κοινὸν ὄνομα ἑνὸς πλήθους, ὡς συμβαίνει μὲ τὰ οἰκογενειακὰ ὀνόματα, δὲν νομίζομεν ὅτι δύναται νὰ διατηρῆται ἡ ὑποκοριστικὴ σημασία καὶ νὰ τείνῃ πρὸς μεγέθυνσιν. Μεγεθυντικοὶ τύποι εἰς «-ος» ἐξ ὀνομάτων ἄλλως ληγόντων εἶναι γνωστοὶ ἐν τῷ Ταιναρίῳ ἰδιώματι, οἱ δημιουργούμενοι δὲ οὗτοι τύποι ἐνέχουσι κατὰ κανόνα σκωπτικήν τινα σημασίαν. Παράβαλε: «Σταυροῦλα/Σταύρουλος», «Κατερῖνα/Κατέρινος», «Κιουράννα/Κιούραννος», «τὸ πρόβατο/ὁ μπρόβατος», «τὸ τσουβάλι/ὁ τσούβαλος», «τὸ ῥαβδὶ/ὁ ῥάβδος» καὶ παρωνύμια ἐν τῇ περιοχῇ ταύτῃ «Ῥάβδος» καὶ «Μπρόβατος».

    Προκειμένου περὶ οἰκογενειακῶν ὀνομάτων ἐπὶ μακρὸν ἐν χρήσει εὑρισκομένων θὰ ἔδει προφανῶς νὰ δεχθῶμεν ὅτι δὲν εἶναι πιθανὴ μετατροπὴ ἐπὶ σκοπῷ μεγεθύνσεως, πολὺ δὲ περισσότερον ἀπίθανος εἶναι ὁ μετασχηματισμὸς κατὰ τὸ πρότυπον σκωπτικῶν ὀνομάτων. Εἰς τὸν μεταπλασμὸν «-άκις/-άκος» δὲν νομίζομεν ὅτι δύναται νὰ ἀναζητηθῇ τάσις πρὸς μεγέθυνσιν· δὲν εἶναι δὲ νοητὸν νὰ ζητήσωμεν σκωπτικήν τινα ἀπόχρωσιν.

    Ἀναζητοῦντες τὴν ἀρχὴν τῆς παρουσίας τοῦ «ὄμικρον» εἰς τὴν θέσιν τοῦ «ἰῶτα» δὲν πρέπει νὰ παραβλέψωμεν τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ «ὄμικρον» εἶναι σχεδὸν ὁ γενικὸς χαρακτὴρ τῆς ὀνομαστικῆς τῶν ἀρσενικῶν ὀνομάτων. Κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τῶν πατρωνυμικῶν ὀνομάτων συνοδευομένων ὑπὸ τῶν προτασσομένων ἢ καὶ ἐπιτασσομένων βαπτιστικῶν ἠδύνατο – νομίζομεν – νὰ δημιουργηθῇ συμφυρμός, διὰ τοῦ ὁποίου τὸ «ὄμικρον» τῶν βαπτιστικῶν μετεπήδησεν εἰς τὴν κατάληξιν τῶν πατρωνυμικῶν καὶ ἐντεῦθεν ἡ ἀρχὴ τοῦ «-ος» τῶν οἰκογενειακῶν ὀνομάτων. Ἡ μέχρι τοῦδε ἰσχύουσα ἐν Μάνῃ παράδοσις νὰ δίδεται εἰς τὸν πρωτότοκον ἄρρενα τὸ ὄνομα τοῦ πατρόθεν πάππου ἐδημιούργει σύμπτωσιν βαπτιστικοῦ καὶ οἰκογενειακοῦ ὀνόματος λόγῳ τῆς προελεύσεως τοῦ οἰκογενειακοῦ ἐκ γενάρχου τινός.

    Ὁ Πιέρρος ὁ υἱὸς τοῦ Σταύρου τοῦ Πιερράκι διὰ τὰ προηγηθέντα ἀλλεπάλληλα «ὄμικρον» ἠδύνατο νὰ γίνῃ καὶ τῇ ἀληθείᾳ ἐγένετο «Πιέρρος Σταυροπιερράκος». Ὁ Βρετὸς τοῦ Γιώργου τοῦ Βρετάκι διὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἐγένετο «Γιωργοβρετάκος». Ἐν Μάνῃ γνωστὰ σήμερον τὰ ὀνόματα: «Σταυροπιερράκος», «Γιωργοβρετάκος», «Πιερράκος» καὶ «Βρετάκος» προερχόμενα ἀναμφιβόλως ἐκ τῶν ἀναφερομένων ὑπὸ τοῦ Παπαδάκι οἰκογενειακῶν «Πιερράκις» καὶ «Βρετάκις».



ΠΗΓΗ

Κουτσιλιέρης Ἀ., ἐπιστάσεις ἐπὶ τῆς φωνητικῆς καὶ μορφολογίας τοῦ Ταιναρίου ἰδιώματος, περιοδικὸν τῆς ἑταιρείας Ἑλλήνων φιλολόγων: «Πλάτων», τόμος 14, Ἀθῆναι, 1962, σελ. 333-336.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ἱπποκράτης ὁ Κῷος - Γενικὴ ἰατρικὴ | Νόμος

Χημεία τροφίμων - Κρεμμύδια καὶ Σκόρδο

Εἰσαγωγὴ στὴν διατροφὴ καὶ τὸν μεταβολισμὸ - Πέψη ἀμύλου